φώρων — φῶρος detecter masc gen pl φωράω search after a thief imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) φωράω search after a thief imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AUTOPHORI — Graece αὐτόφωροι, l. 3. de furt. Institut. de obl. guae ex delicto nase. §. Furtorum. 3. non solum sunt fures manifesti, sed etiam omnes, qui in quocumque alio crimine deprehenduntur: non ἀπὸ τῶν φώρων, ut nonnulli censent, sed a verbo φωρὼ,… … Hofmann J. Lexicon universale
φώρ — φωρός, ὁ, Α 1. κλέφτης 2. είδος μέλισσας 3. φρ. «φωρῶν λιμήν» (στα χρόνια τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά τού Πειραιά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο οι λαθρέμποροι (Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… … Dictionary of Greek